- προμύησις
- -ήσεως, ἡ, Α [προμυῶ]η εκ τών προτέρων μύηση («προμύησις τοῡ θανάτου ὁ ὕπνος», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προμύησις — previous initiation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)